πυργοσκάφος

πυργοσκάφος
πυργο-σκάφος [], ον,
A undermining towers, Lyc. 469.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πυργοσκάφος — ον, Α αυτός που υποσκάπτει τους πύργους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + σκάφος (< σκάφος, ὁ < σκάπτω), πρβλ. αμπελο σκάφος] …   Dictionary of Greek

  • πυργοσκάφον — πυργοσκάφος undermining towers masc/fem acc sg πυργοσκάφος undermining towers neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυργοσκάφῳ — πυργοσκάφος undermining towers masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύργος — Με τη λέξη πύργος εννοούμε γενικά ένα κτίριο στο οποίο χαρακτηριστικά υπερέχει η διάσταση του ύψους και το οποίο, συγχρόνως, έχει ένα γενικά κλειστό, αυστηρό και έντονα αμυντικό χαρακτήρα. Aυτή η μορφή κτιρίου, ή κατασκευής γενικότερα, έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”